- αμβλωτικός
- -ή, -ό (Α ἀμβλωτικός, -ή, -όν) [ἀμβλῶ]αυτός που προκαλεί άμβλωση ή χρησιμοποιείται σ' αυτήν.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αμβλωτικός — ή, ό αυτός που μπορεί να προκαλέσει άμβλωση, έκτρωση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀμβλωτικά — ἀμβλωτικός producing abortion neut nom/voc/acc pl ἀμβλωτικά̱ , ἀμβλωτικός producing abortion fem nom/voc/acc dual ἀμβλωτικά̱ , ἀμβλωτικός producing abortion fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)